- διλούβιος
- -ο1. αυτός που σχετίζεται με τον παγκόσμιο κατακλυσμό2. άφθονος3. ονομασία τής τετατρογενούς διπλάσεως4. το ουδ. ως ουσ. το διλούβιοτο σύνολο τών γεωλογικών αποθεμάτων τα οποία απέδιδαν παλιότερα στον κατακλυσμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diluvial < λατ. diluvium «κατακλυσμός»].
Dictionary of Greek. 2013.